κρουσμός

κρουσμός
κρουσ-μός, ,
A = κροῦσις 4, Procl. ap. Phot.Bibl.p.320 B.
II κ. ὀδόντων gnashing of teeth, Aus.Ep.8.8.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κρουσμός — gnashing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσμός — (I) ο [κρούζω] σύγχυση φρενών, φρενοβλάβεια. (II) κρουσμός, ὁ (AM) μσν. χτύπημα, σύγκρουση αρχ. 1. η κρούση έγχορδου οργάνου 2. φρ. «κρουσμὸς ὀδόντων» τρίξιμο τών δοντιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρουσ τού κρούω (πρβλ. αόρ. ἔ κρουσ α) + κατάλ. μός (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • κρουσμῷ — κρουσμός gnashing masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κρουσμόν — κρουσμός gnashing masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”